υπερπλασία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. (ιατρ.-φυσιολ.) αύξηση του όγκου ενός ζωντανού ιστού ή οργάνου, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό τών κυττάρων του
2. (βοτ.-ζωολ.) υπερβολική ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του όγκου ενός ιστού ή ενός οργάνου σε ένα ζώο ή σε ένα φυτό, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό τών κυττάρων, δηλαδή σε αύξηση του αριθμού τους, χωρίς να αυξάνεται το μέγεθός τους, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην υπερτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperplasia < υπερ- + -πλασία. Η λ., μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].