Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπερπλασία

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22

Greek Monolingual

η, Ν
1. (ιατρ.-φυσιολ.) αύξηση του όγκου ενός ζωντανού ιστού ή οργάνου, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό τών κυττάρων του
2. (βοτ.-ζωολ.) υπερβολική ανάπτυξη, δηλαδή αύξηση του όγκου ενός ιστού ή ενός οργάνου σε ένα ζώο ή σε ένα φυτό, η οποία οφείλεται σε πολλαπλασιασμό τών κυττάρων, δηλαδή σε αύξηση του αριθμού τους, χωρίς να αυξάνεται το μέγεθός τους, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει στην υπερτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyperplasia < υπερ- + -πλασία. Η λ., μαρτυρείται από το 1879 στον Γεώργιο Καραμήτσα].