μυκόρριζο

From LSJ
Revision as of 12:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384

Greek Monolingual

και μυκορρίζιο, το
βοτ. το αποτέλεσμα του συμβιοτικού συνεταιρισμού του μυκηλίου ενός μύκητα και μιας ρίζας (α. «ενδοτρόφο μυκόρριζο» β. «εκτοτρόφο μυκόρριζο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. mycorrhiza (< μύκης «μύκητας» + ρίζα)].