μυστικιστής

From LSJ
Revision as of 12:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.

Τhucydides, 2.40.1

Greek Monolingual

ο, θηλ. μυστικίστρια
1. αυτός που έχει τάσεις μυστικισμού
2. οπαδός του φιλοσοφικού συστήματος του μυστικισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυστικισ-μός. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ν. Κοτζιά].