ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
ναρκῶ, -άω (Α) νάρκηβρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης, γίνομαι δυσκίνητος, ναρκώνομαι, μουδιάζω.