ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Full diacritics: νευροστρόφος | Medium diacritics: νευροστρόφος | Low diacritics: νευροστρόφος | Capitals: ΝΕΥΡΟΣΤΡΟΦΟΣ |
Transliteration A: neurostróphos | Transliteration B: neurostrophos | Transliteration C: nevrostrofos | Beta Code: neurostro/fos |
ὁ,
A tightener of the strings of a musical instrument, Porph.Gaur.12.1.
νευροστρόφος, ὁ (Α)
αυτός που τεντώνει τις νευρές, τις χορδές μουσικού οργάνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -στρόφος (< στρέφω), πρβλ. καλω-στρόφος, χορδο-στρόφος.