νεφρίνη

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) ουσία που εκκρίνεται από τον φλοιό τών νεφρών και έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης.