νεφρίνη
From LSJ
Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
η
(βιοχ.) ουσία που εκκρίνεται από τον φλοιό τών νεφρών και έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης.