νεφρίνη

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

η
(βιοχ.) ουσία που εκκρίνεται από τον φλοιό τών νεφρών και έχει την ιδιότητα να προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης.