νεόκροτος

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκροτος Medium diacritics: νεόκροτος Low diacritics: νεόκροτος Capitals: ΝΕΟΚΡΟΤΟΣ
Transliteration A: neókrotos Transliteration B: neokrotos Transliteration C: neokrotos Beta Code: neo/krotos

English (LSJ)

ον,

   A greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.

Greek Monolingual

νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύ-κροτος)].