νεόκροτος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ον,
A greeted with fresh applause, νίκα Id.5.48.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκροτος: ον ὁ νεωστὶ κροτηθείς, νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων Βακχυλ. V, 48.
Greek Monolingual
νεόκροτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έγινε αποδεκτός με νέα επιδοκιμασία («νεόκροτον νίκαν Ἱέρωνι φιλοξείνῳ τιτύσκων», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κρότος (πρβλ. πολύ-κροτος)].