νικοτέλεια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A celebration of victory, Stud.Pal.1.76.648 (pl., i A.D.).
Greek Monolingual
νικοτέλεια, ἡ (Α)
εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -τελής (< τέλος)].
Full diacritics: νῑκοτέλεια | Medium diacritics: νικοτέλεια | Low diacritics: νικοτέλεια | Capitals: ΝΙΚΟΤΕΛΕΙΑ |
Transliteration A: nikotéleia | Transliteration B: nikoteleia | Transliteration C: nikoteleia | Beta Code: nikote/leia |
ἡ,
A celebration of victory, Stud.Pal.1.76.648 (pl., i A.D.).
νικοτέλεια, ἡ (Α)
εορτασμός νίκης, πανηγυρισμός νίκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νικοτελής < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -τελής (< τέλος)].