στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
και νεφρώμιο, τοβοτ. γένος δισκολειχήνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephroma (< νεφρο- + -ωμα)].