νεφελοβάμων
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
-ον
αυτός που περπατά στα σύννεφα, που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γ. Μοσχοβάκη].