πραγματικότητα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. η ιδιότητα του πραγματικού
2. πραγματική υπόσταση ή κατάσταση («στην πραγματικότητα δεν έγινε έτσι»)
3. (φιλοσ.) η ολότητα όσων υπάρχουν πραγματικά, ο αντικειμενικός κόσμος, το πραγματικά δεδομένο, σε αντιδιαστολή προς το φανταστικό, το νοούμενο ή παριστάμενο, καθετί το ανεξάρτητο από το υποκείμενο
4. φρ. «βρίσκεται εκτός πραγματικότητας» — αδυνατεί να αντιληφθεί και να κρίνει αντικειμενικά και ρεαλιστικά πρόσωπα και καταστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματικός. Η λ., στον λόγιο τ. πραγματικότης, μαρτυρείται από το 1787 στον Χρ. Ακαρνάνα].