πιδέξιος

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Ν
επιδέξιος, ικανός, άξιος.
επίρρ...
πιδέξια και πηδέξα
1. επιδέξια
2. κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].