πιδέξιος
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Ν
επιδέξιος, ικανός, άξιος.
επίρρ...
πιδέξια και πηδέξα
1. επιδέξια
2. κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].