πιδέξιος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

-ια, -ιο και πιδέξος, -α, -ο, Ν
επιδέξιος, ικανός, άξιος.
επίρρ...
πιδέξια και πηδέξα
1. επιδέξια
2. κατάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιδέξιος με σίγηση του αρκτικού άτονου ε-].