πελαγιανός

From LSJ
Revision as of 12:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔνδον σκάπτε, ἔνδονπηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό Πελάγιος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πελάγιο («πελαγιανή διδασκαλία»)
2. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οι πελαγιανοί
οι οπαδοί του Πελαγίου, αυτοί που αποδέχονται και πρεσβεύουν τα δόγματα του πελαγιανισμού.