παλιμπώλης
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
German (Pape)
[Seite 449] ὁ, Conj. für das Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παλιμπώλης: -ου, ὁ, = παλιμπράτης, Πολυδ. Ζ΄, 12.
Greek Monolingual
παλιμπώλης, ὁ (Α)
παλιμπράτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πώλης (< πωλῶ)].