πνευματικότητα

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του πνευματικού, το να ανήκει κάτι στο πνεύμα ή το να είναι πνεύμα («η πνευματικότητα της ψυχής»)
2. το να είναι κανείς πνευματώδης, να είναι οξύνους και βαθύνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνευματικός. Η λ., στον λόγιο τ. πνευματικότης, μαρτυρείται από το 1820 στον Βεν. Λέσβιο].