οδοντομάχης
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
ὀδοντομάχης, ὁ (Μ)
αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριο-μάχης, κεραννο-μάχης].