οδοντομάχης
From LSJ
αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale
Greek Monolingual
ὀδοντομάχης, ὁ (Μ)
αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριομάχης, κεραννομάχης].