οδοντομάχης

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source

Greek Monolingual

ὀδοντομάχης, ὁ (Μ)
αυτός που μάχεται με τα δόντια («ὀδοντομάχαι ὕες», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + -μάχης (< μάχη), πρβλ. θηριομάχης, κεραννομάχης].