τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
παλαιμονῶ, -έω (Α)
παλεύω, μάχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. παλαιμονῶ παράγεται από ένα προσηγορικό παλαίμων (< παλαίω + επίθημα -μων), που μαρτυρείται στο προσωνύμιο Παλαίμων (II)].