ξεροκέφαλος
From LSJ
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
Greek Monolingual
-η, -ο
1. διανοητικά νωθρός, χοντροκέφαλος
2. υπερβολικά ισχυρογνώμων, πεισματάρης.