λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
βγάζω τα ρούχα, γδύνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < έκ-δύω (βλ. λ. ντύνω και ξε-)].