ογκανίζω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
Greek Monolingual
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)].
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
γκαρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)].