Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γκαρίζω

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244

Greek Monolingual

ὀγκῶμαι)
1. (για γαϊδούρια) φωνάζω
2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες
3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» — μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή του αρχικού φωνήεντος < αρχ. ογκώμαι ή γκαρίζω < αρχ. γαρύω «φωνάζω»].

Translations

Arabic: نَهَقَ‎; Azerbaijani: anqırmaq; Basque: arrantza egin; Bulgarian: рева като магаре; Catalan: bramar; Czech: hýkat; Dutch: balken; Finnish: kiljua, hirnua; French: braire; Galician: ornear; German: iahen, kreischen, schreien; Greek: γκαρίζω; Ancient Greek: βρωμάομαι; Hebrew: נער‎; Icelandic: rymja; Ido: bramar; Indonesian: meringkik; Italian: ragliare; Latin: onco; Maori: ngehengehe; Ngazidja Comorian: ulila; Norman: braithe; Portuguese: ornejar, zurrar; Serbo-Croatian: njakati, revati; Slovak: híkať; Spanish: rebuznar; Welsh: brefu, nadu