τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
ο (Α ὀδυρμός) οδύρομαιγοερό κλάμα, θρήνος, ολοφυρμός («ὀδυρμῶν πενθίμων τε δακρύων», Ευρ.).