Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
ὀδυνώδης, -ῶδες (Α) οδύνη
ο πλήρης οδύνης, οδυνηρός («ἡ γαστὴρ ὀδυνώδης νίνεται», Ιπποκρ.).
επίρρ...
ὀδυνωδῶς (Α)
με πόνο, με οδύνη, οδυνηρά.