οικοσκοπικόν
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Greek Monolingual
οἰκοσκοπικόν, τὸ (Α)
παρατήρηση οιωνού στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ].
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
οἰκοσκοπικόν, τὸ (Α)
παρατήρηση οιωνού στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ].