οἰκοσκοπικόν
English (LSJ)
τό,
A observation of an omen at home, An.Ox.4.240.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοσκοπικόν: τό, παρατήρησις οἰωνοῦ κατ’ οἶκον, Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 240.
Greek Monolingual
οἰκοσκοπικόν, τὸ (Α)
παρατήρηση οιωνού στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + σκοπῶ].
German (Pape)
τό, Wahrnehmung einer Vorbedeutung zu Hause, Suid. v. οἰωνιστικόν.