οίκτιστος
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
οἴκτιστος, -ίστη, -ον (Α)
1. άξιος πολύ μεγάλου οίκτου, πάρα πολύ αξιοθρήνητος («οἰκτίστοις ἐλέγοισιν ὀδύρεται», Απολλ. Ρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) οἴκτιστα
με πάρα πολύ οίκτο.
επίρρ...
οἰκτίστως (Α)
με οίκτιστο τρόπο, με πάρα πολύ οίκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανώμαλος υπερθ. του επιθ. οἰκτρός (σχηματισμένος από το θ. της λ. οἶκτος) + κατάλ. -ιστος (πρβλ. αἰσχ-ιστος < αἰσχρός, ἔχθ-ιστος < ἐχθρός)].