αξιοθρήνητος

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο άξιος θρήνου
2. ο αξιολύπητος, ο ελεεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άξιος + θρηνώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1689 στον Ηλία Μηνιάτη].