οκέλλω

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59

Greek Monolingual

ὀκέλλω (Α)
1. (για ναύτη) ρίχνω το πλοίο στην ξηρά
2. (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, προσαράζω
3. μτφ. φτάνωἄλγημα... ἐς γλουτὸν ἢ ὀσφὺν ὀκέλλει», Αρετ.)
4. (με ηθ. σημ.) παραστρατώ («ὤκειλαν εἰς πολυτελῆ δίαιταν ἐκ τῆς παλαιᾱς σωφροσύνης», Νικόλ. Δαμ.)
5. φρ. «ὀκέλλω πλοῡν» — διευθύνω το πλοίο ως πηδαλιούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κέλλω.