ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό-φρων].