ολβιόφρων

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιόφρων].