ολοένα

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

και ολοέν και ολονέν και ολονένα
επίρρ.
1. χωρίς διακοπή, αδιάκοπα, συνεχώς, διαρκώς
2. συχνάολοένα παραπονιέται»)
3. ήδη, αυτή τη στιγμή, την ώρα που μιλάμε («ολοένα θά 'ναι στον δρόμο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. ὅλο(ν) ἕνα].