μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
ὀλυμπιονίκη και δωρ. τ. ὀλυμπιονίκα, ἡ (Α)η νίκη σε Ὀλυμπιακούς Αγώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + νίκη.