ολοχρονίς

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339

Greek Monolingual

επίρρ. καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. εκ συναρπαγής από τη φρ. όλο (τον) χρόνο + επιρρμ. κατάλ. -ίς κατά το νωρίς].