ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστί → nothing is greater or equal to love
ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)αυτός που συμπράττει με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολο-εργής].