Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
ὁμοεργής, -ές (ΑΜ)αυτός που συμπράττει με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. ολοεργής].