ομοτονία

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

η
1. η ιδιότητα του ομοτόνου
2. μουσ. συμφωνία φωνών ή οργάνων στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομότονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη].