ομόπνους
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
ὁμόπνους, -ουν και -οος, -οον (Μ)
αυτός που βρίσκεται σε σύμπνοια, σε συμφωνία, σε ομόνοια με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + πνοῦς (< πνέω), πρβλ. μεγαλό-πνους].