σύμπνοια
φιλοτιμία καλεῖ τέχν' ὑπερόντα κτλ. → ambition for honor is calling superior sons ... (Inscription on church wall, Constantinople)
English (LSJ)
ἡ, breathing together, τῶν φυσῶν Artem.2.37: metaph., agreement, union, D.L.2.137, Hdn.7.6.3, Jul.Or.6.189a, Iamb.Myst. 5.26; of the body, joined with σύρροια, Hp.Alim.23; ἡ τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοια = the harmony between heavenly things and those on earth Chrysipp.Stoic.2.172; ἡ ἁπάντων σύμπνοια Aret.CD2.5, cf. Plot.2.3.7, Dam.Pr.88, Aen.Gaz.Thphr.p.49 B.
German (Pape)
[Seite 988] ἡ, das Zusammenwehen, τῶν φυσῶν, Artemid. 2, 37; übertr., Übereinstimmung, ἔχει τινὰ σύμπνοιαν καὶ συμπλοκὴν πρός τι, S. Emp. adv. log. 2, 430.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμπνοια -ας, ἡ, Att. ook ξύμπνοια [συμπνέω] overeenstemming, eensgezindheid.
Russian (Dvoretsky)
σύμπνοια: ἡ единодушие, согласие Diog. L., Sext.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπνοια: ἡ, τὸ συμπνεῖν, συμφύσημα, τῶν φυσῶν Ἀρτεμίδ. 2. 37· ― μεταφ., ὡς καὶ νῦν, συμφωνία, ὁμόνοια, Διογ. Λ. 2. 137· ἡ ἁπάντων σύμπνοια, ἕνωσις, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θεραπ. 2. 5.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σύμπνους
1. συμφωνία γνώμης, ομοφωνία, ταυτότητα απόψεων (α. «δεν υπάρχει σύμπνοια ανάμεσά τους» β. «μίαν ὁδὸν βοηθείας ταῖς καθ' ἡμᾶς ἐκκλησίαις, τὴν παρὰ τῶν δυτικῶν ἐπισκόπων σύμπνοιαν», Βασ.)
2. φρ. «ἐν ἐγαστῇ συμπνοίᾳ» — με απόλυτη ομοφωνία, συμφωνώντας απόλυτα
μσν.-αρχ.
1. συνεργασία, αλληλοβοήθεια («οὐδὲν ὁρῶ ἄνευ τῆς τῶν ὁμοφύλων συμπνοίας ἐπιτελούμενον», Βασ.)
2. έμπνευση, το να είναι θεόπνευστο κάτι («μίαν ἔμπνευσίν φησι, τοὐτέστι μίαν σύμπνοιαν», Μάξ.)
αρχ.
1. το να πνέει κάτι μαζί με κάτι άλλο («σύμπνοια τῶν φυσῶν», Αρτεμίδ. Δαλδ.)
2. σύμπτωση («τὴν σύμπνοιαν τῶν ὁρμητικών παθῶν», Ωριγ.)
3. συγκατάθεση
4. (σχετικά με οργανισμό) ομαλή λειτουργία
5. (σχετικά με το σύμπαν) ευρυθμία, αρμονία.