Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
Menander, Monostichoi, 501Greek Monolingual
(I)
ὀνάς, ἡ (Α) όνος
θηλυκός όνος.———————— (II)
ὀνᾱς (Α) όνος
(κατά τον Ησύχ.) «δοῡλον, ἀνόητον, ἀχρεῑον».