θηλυκός
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
θηλυκή, θηλυκόν,
A woman-like, ἄνδρες Arist.GA747a1; like the female, of male animals, Id.HA589b30: Comp., Id.Pr.961a6.
b of women, womanish, ultra-feminine, opp. ἀρρενωπός, Id.GA728a3.
2 Gramm., feminine, γένος D.T.634.17, D.H.Amm.2.11; μόριον ibid.; ὄνομα Ph. 1.294. Adv. θηλυκῶς Arist.Fr.499, Phld.Piet.12, Str.6.1.10, A.D.Synt. 222.6, Alex.Aphr.in Sens.151.1.
3 = θῆλυς, female, PCair.Zen. 166.2 (iii B.C.), LXX Nu.5.3, IG14.872 (Cumae), Sor.1.32.
b θ. κεντήματα bites of female vipers, Philum.Ven.16.3.
c Astrol., applied to certain planets or figures of the Zodiac, Ptol.Tetr.20,33.
German (Pape)
[Seite 1207] weiblich, bes. bei Gramm., θηλυκὰ ζώδια S. Emp. adv. astrol. 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 du sexe féminin;
2 t. de gramm. du genre féminin.
Étymologie: θῆλυς.
Russian (Dvoretsky)
θηλῠκός:
1 женский, женского пола (σῶμα, ζῴδια Sext.);
2 женственный (γυναῖκες Arst.);
3 женоподобный (τῶν ἀρρένων ἔνια Arst.);
4 грам. женского рода.
Greek (Liddell-Scott)
θηλῠκός: -ή, -όν, (θῆλυς), ἀντίθετον τῷ ἀρρενικός, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 1. 20, 2., 2. 7, 16. 2) παρὰ Γραμμ., γένους θηλυκοῦ, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖον 2. 2. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. παρ’ Ἀθην. 499D. 3) = θήλυς, Συλλ. Ἐπιγρ. 5858b, 8876.
Greek Monolingual
-ή, -ό και -ός, -ιά, -ό (ΑΜ θηλυκός, -ή, -όν) θήλυς
1. αυτός ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στο φύλο που φέρει και αναπτύσσει τα γονιμοποιούμενα αναπαραγωγικά κύτταρα, ο θήλυς
2. γραμμ. αυτός που αναφέρεται στο θηλυκό γένος (α. «θηλυκό όνομα» — ουσιαστικό ή επίθετο που έχει κατάληξη θηλυκού γένους και προσδιορίζεται από το θηλυκό άρθρο
β. «θηλυκὸν μόριον», Δίον. Αλ.)
νεοελλ.
1. επινοητικός, γόνιμος, παραγωγικός («θηλυκό μυαλό»)
2. (για όργανα και εργαλεία) αυτός που έχει κοιλότητα μέσα στην οποία μπαίνει αντίστοιχη προεξοχή άλλου οργάνου («θηλυκή κόπιτσα»)
3. φρ. «το θηλυκό παιδί είναι ξένο» — το κορίτσι όταν παντρευτεί ανήκει σε άλλη οικογένεια, της οποίας παίρνει και το όνομα
(νεοελλ.-μσν.) το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλυκό
γυναίκα, κορίτσι
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με γυναίκα («θηλυκοὶ ἄνδρες», Αριστοτ.)
2. (για αρσ. ζώα) αυτός που μοιάζει με το θήλυ
3. (για γυναίκες) αυτή που έχει έντονη θηλυκότητα
4. φρ. «θηλυκά κεντήματα» — τσιμπήματα θηλυκών εχιδνών.
επίρρ...
θηλυκώς και -ά (Α θηλυκῶς)
κατά το θηλυκό γένος.