ονάς

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

(I)
ὀνάς, ἡ (Α) όνος
θηλυκός όνος.
(II)
ὀνᾱς (Α) όνος
(κατά τον Ησύχ.) «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».