μὴ λέγε τοὐμὸν ὄνειρον ἐμοί → tell not my own dream to me, you are telling me what I know already
(I)ὀνάς, ἡ (Α) όνοςθηλυκός όνος. (II)ὀνᾱς (Α) όνος(κατά τον Ησύχ.) «δοῦλον, ἀνόητον, ἀχρεῖον».