ονοματομάχος
From LSJ
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
Greek Monolingual
ὀνοματομάχος, -ον (Α)
αυτός που μάχεται για τα ονόματα, δηλ. τις λέξεις, ή για τη χρήση όρων και εκφράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνομα, -ατος + -μάχος (< μάχομαι), πρβλ. λεοντο-μάχος].