ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
ο (Α ὀλοφυρμός) ολοφύρομαιγοερό κλάμα, γοερή κραυγή, σκούξιμο, οδυρμός, θρήνος.