σκούξιμο

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. δυνατή και γοερή κραυγή
2. συνεκδ. θρήνος, οιμωγή, ολοφυρμός
3. (για σκυλιά, λύκους και άλλα ζώα) ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έ-σκουξ-α, αόρ. του ρ. σκούζω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. σπρώξιμο)].