Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
ὀξυμελής, -ές (Α)αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ-μελής].