οξυμελής

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ὀξυμελής, -ές (Α)
αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυμελής].