οπωροφύλαξ
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
Greek Monolingual
ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ὀπωροφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
αυτός που φυλάγει τα οπωροφόρα δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + φύλαξ.